- πλινθομηχανή
- η, Ντεχνολ. μηχανή που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πλίνθων και η οποία αποτελεί συνδυασμό πλαστουργικής μηχανής, πιεστηρίου και μηχανής εκτύπωσης σχεδίων ή τής ονομασίας τού εργοστασίου παραγωγής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + μηχανή. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. πλινθομηχαναί, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.